- γιγγλισμός
- γιγγλισμόςticklingmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γιγγλισμός — γιγγλισμός, ο (Α) 1. το γαργάλημα 2. το φίλημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός μεταπλασμός του κιχλισμός πιθανώς με επίδραση τού γίγγρος} … Dictionary of Greek
γιγγλισμοῖς — γιγγλισμός tickling masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γιγγλισμόν — γιγγλισμός tickling masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)